Θεωρητική εισαγωγική εισήγηση στο 1ο Συμπόσιο λακανικής κλινικής του Κέντρου Ψυχαναλυτικών Ερευνών της Αθήνας με τίτλο Τι επινοεί το ψυχωτικό υποκείμενο; Αντισταθμίσεις, αναπληρώσεις, συνθωματικές λύσεις

Ντόσια Αβδελίδη

Τι επινοεί το ψυχωτικό υποκείμενο;

Αντισταθμίσεις, αναπληρώσεις, συνθωματικές λύσεις- Ντόσια Αβδελίδη, Ψυχαναλύτρια - Ψυχολόγος

Το σημερινό συμπόσιο επικεντρώνεται στις ιδιαίτερες λύσεις που επινοεί το ψυχωτικό υποκείμενο απέναντι στο πραγματικό. Από τη γραφή και το χορό έως την ατέρμονη στοχοθέτηση, οι 4 κλινικές περιπτώσεις που θα συζητήσουμε σήμερα καταδεικνύουν με σαφήνεια ένα δομικό γεγονός: Στην εποχή της δημοκρατίας, στην εποχή της διαφυγής του νοήματος, στην εποχή του Άλλου που δεν υπάρχει, κάθε υποκείμενο υποχρεούται να επινοήσει μια λύση, τυπική ή όχι, για να τα βγάλει πέρα με την τρύπα στο συμβολικό.

Η μη εγγραφή ενός σημαίνοντος στον τόπο του Άλλου δεν είναι ίδιον της ψύχωσης αλλά κάθε ομιλούντος. Για τον καθέναν υπάρχει ένα άφατο, κάτι που δεν έχει συμβολοποιηθεί, που δεν έχει περάσει στο σημαίνον, που δεν έχει υποστεί την τιθάσευση του Ονόματος-του-Πατρός. Ο καθένας επινοεί ό,τι μπορεί για να καλύψει αυτή την τρύπα. Και ειδικά το ψυχωτικό υποκείμενο το οποίο δεν έχει πρόσβαση στην τυποποιημένη λύση του Ονόματος-του-Πατρός.

Κατά τον Ζ.-Α. Μιλέρ, κάθε υποκείμενο χρειάζεται να επινοήσει εξαιτίας της ανυπαρξίας του Άλλου. Ο τραυματισμός του σημαίνοντος, τραυματισμός που συνιστά αίνιγμα, το υποχρεώνει να επινοήσει. Αυτή η επινόηση είναι επινόηση νοήματος, δηλαδή παραλήρημα. Ο Μιλέρ υποστηρίζει ότι: «Είμαστε όλοι σχιζοφρενείς, γιατί το σώμα και τα όργανα του σώματος μάς δημιουργούν πρόβλημα, με τη διαφορά ότι εμείς υιοθετούμε τυπικές λύσεις, φτωχές λύσεις»[1]. Με αυτή την έννοια, οι καθιερωμένοι λόγοι είναι φυσιολογικά παραληρήματα.

Ό,τι επιχειρεί να νοηματοδοτήσει το πραγματικό είναι παραλήρημα. Η ρήση Oλος ο κόσμος είναι τρελός θέτει «ως ριζική την αναντιστοιχία ανάμεσα στο πραγματικό και το νοητικό, και εμπεριέχει ότι για το πραγματικό δεν μπορούμε παρά να πούμε κάτι λάθος, δεν μπορούμε παρά να πούμε ψέματα»[2].

Νεύρωση και ψύχωση αποτελούν, σύμφωνα με αυτή την οπτική, δύο διαφορετικές απαντήσεις, δυο διαφορετικούς τρόπους άμυνας για να τα βγάλουμε πέρα με το πραγματικό. Είμαστε όλοι αντιμέτωποι με την ίδια τρύπα. Αυτό που αλλάζει είναι η απάντηση που επινοεί ο καθένας από εμάς για να αντιμετωπίσει αυτή την τρύπα.

Το διακύβευμα στην σύγχρονη κλινική είναι να εντοπίζουμε κάθε φορά αυτό που επιτρέπει σε ένα υποκείμενο το δέσιμο του πραγματικού, του συμβολικού και του φαντασιακού. Δηλαδή να εντοπίσουμε τί αποτελεί για το υποκείμενο σημείο διαρραφής. Ανάμεσα στα σημεία διαρραφής υπάρχει το Όνομα-του-Πατρός, αλλά δεν είναι το μόνο, υπάρχουν και άλλα.

Το σημείο διαρραφής, είτε είναι το Όνομα-του-Πατρός είτε όχι, αποτελεί την απάντηση που δίνει το υποκείμενο σε ένα γεγονός που συναντάμε σε κάθε δομή: στο γεγονός ότι δεν υπάρχει διάφυλη σχέση. Μπορούμε να δώσουμε και άλλα ονόματα σε αυτό το δομικό γεγονός: Η γυναίκα δεν υπάρχει, δεν υπάρχει νόμος στο πραγματικό, τα πάντα δεν μπορούν να ειπωθούν, δεν υπάρχει φυσική σύνδεση ανάμεσα στο S1 και στο S2. Ο φαλλός δεν απορροφά όλη την απόλαυση. Κάθε υποκείμενο υποχρεούται να επινοήσει τη δική του ενική απάντηση. Τυπική ή όχι, πρόκειται για απάντηση που είναι πάντοτε παραληρηματική. Αυτή ακριβώς είναι η αρχή της γενικευμένης διάκλεισης.

Η κλινική του βορρόμειου κόμβου μας επέτρεψε να αντιληφθούμε τα διάφορα υποκατάστατα του Ονόματος-του-Πατρός. Το Όνομα-του-Πατρός κατέχει συγκεκριμένη θέση στον βορρόμειο κόμβο, αυτήν που δένει τα τρία πεδία. Είναι ο τέταρτος δακτύλιος ο οποίος εξ-ίσταται του πραγματικού, του συμβολικού και του φαντασιακού.

Αυτόν τον τέταρτο δακτύλιο, την παραμάνα στην αφίσα μας, ο Λακάν τον ονόμασε σύνθωμα και όπως μας διευκρινίζει, έχει επιδιορθωτική λειτουργία. Στις περιπτώσεις, όπως αυτή του Τζέιμς Τζόυς, όπου υπάρχει ένα σφάλμα στον κόμβο, το σύνθωμα επιτρέπει στα τρία πεδία να συνεχίσουν να κρατιούνται μαζί. Ο Λακάν εκτιμά ότι η τέχνη του Τζόυς είχε αυτήν τη λειτουργία. Έτσι, υποστηρίζει ότι «η τέχνη του Τζόυς είναι κάτι τόσο ιδιαίτερο, που ο όρος σύνθωμα είναι αυτός που της αρμόζει»[3]. Με αυτή την έννοια η τέχνη του Τζόυς είναι το Όνομα-του-Πατρός του. Βέβαια, πρόκειται για ένα όνομα που επινοεί ο ίδιος για τον εαυτό του. Συνεπώς, στη θέση του τέταρτου δακτυλίου, ο Λακάν δεν τοποθετεί αποκλειστικά το παραδοσιακό Όνομα-του-Πατρός αλλά και άλλα στοιχεία.

Η πατρική λειτουργία μπορεί, ως εκ τούτου, να διασφαλιστεί από στοιχεία που είναι διαφορετικά από το παραδοσιακό Όνομα-του-Πατρός. Μόνον και μόνον η χρήση του όρου λειτουργία ενέχει αυτήν τη δυνατότητα. Όπως λέει και ο Μιλέρ: «Tελικά το Όνομα-του-Πατρός δεν είναι παρά ένα Όνομα-του-Πατρός ανάμεσα σε άλλα»[4]. Με αυτή την έννοια, Το Όνομα-του-Πατρός δεν υπάρχει. Υπάρχουν Ονόματα που θα διασφαλίσουν το δέσιμο.

Στην ψύχωση, λοιπόν, όπου το Όνομα-του-Πατρός είναι διακλεισμένο, μπορεί να μπει στη θέση του ένα άλλο στοιχείο που θα εκπληρώσει τη λειτουργία του δεσίματος. Στην ύστερη διδασκαλία του Λακάν προέχει η έννοια της αναπλήρωσης. Πρόκειται για μία πραγματιστική κλινική όπου εκείνο που έχει σημασία είναι αν κάτι λειτουργεί ή δεν λειτουργεί.

Οι αναπληρώσεις αντισταθμίζουν την διατάραξη στον πιο ενδόμυχο αρμό του αισθήματος ζωής του υποκειμένου. Όταν η ψύχωση δεν είναι αυτονόητη, δηλαδή όταν δεν έχουμε ξεκάθαρα φαινόμενα εκδηλωμένης ψύχωσης, τότε αναζητούμε αυτή την διατάραξη σε 3 εξωτερικότητες: την κοινωνική, την υποκειμενική και τη σωματική. Παράλληλα αναζητούμε αυτό που ο Μιλέρ αποκάλεσε compersantory make believe, ένα συμπληρωματικό σύστημα, δηλαδή αυτό που επιτρέπει στο υποκείμενο να τα βγάζει πέρα.

Ωστόσο, όλες οι αναπληρώσεις δεν είναι ισάξιες. Υπάρχουν αναπληρώσεις που αποτρέπουν την έκλυση και άλλες που επιλύουν κάπως το πρόβλημα της τρύπας, αλλά δεν καταφέρνουν να αποτρέψουν την έκλυση. Δηλαδή, σε ορισμένες περιπτώσεις η αναπλήρωση επιτρέπει στο οικοδόμημα του υποκειμένου να κρατήσει και παρά τις ευνοϊκές συγκυρίες δεν υπάρχει έκλυση. Σε άλλες, έρχεται κάποια στιγμή που το make believe εκπίπτει.

Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τις αναπληρώσεις σε πραγματικές, συμβολικές και φαντασιακές. Από τη φαντασιακή σκοπιά, η αναπλήρωση παρουσιάζεται ως φαντασιακή αντιστάθμιση του απόντος οιδιποδείου. Πρόκειται για αντισταθμιστικές ταυτίσεις οι οποίες μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο επισφαλείς. Η συμβολική αναπλήρωση είναι η παραληρηματική μεταφορά, ενώ η πραγματική αναπλήρωση σχετίζεται με το σύνθωμα.

Χρειάζεται ωστόσο να διαχωρίσουμε μία αναπλήρωση που λειτουργεί ως «αυτο-πρόληψη της ασθένειας», όπως στον Τζόυς, από μία αντιστάθμιση η οποία, σίγουρα, επιλύει κάπως το πρόβλημα της τρύπας που άφησε η διάκλειση, αλλά δεν καταφέρνει να αποτρέψει την έκλυση.

Κάποιοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αναπλήρωση επιδιορθώνει το λάθος του βορρόμειου κόμβου με τέτοιον τρόπο ώστε η έκλυση να μη λάβει χώρα. Δηλαδή η αναπλήρωση δεν είναι «κάτι που έρχεται εκ των υστέρων να επιδιορθώσει κάποιο ελάττωμα που κατέστη με την έκλυση εμφανές, αλλά για μία λειτουργία που έχει ως αποτέλεσμα να απαλύνει το ελάττωμα με τέτοιον τρόπο ώστε να μη λάβει χώρα η έκλυση»[5].

Το 1998 ο Μιλέρ κατασκευάζει μία αντίθεση ανάμεσα στις ψυχώσεις τύπου βελανιδιάς και τις ψυχώσεις τύπου καλαμιάς. Οι ψυχώσεις τύπου βελανιδιάς είναι ψυχώσεις όπου υπάρχει καθαρή έκλυση, ενώ οι ψυχώσεις τύπου καλαμιάς είναι εκείνες όπου δεν υπάρχει καθαρή έκλυση. Μας λέει λοιπόν ότι «Όταν η δομή συγκρατείται μάλλον υπό τη μορφή της καλαμιάς, όταν το υποκείμενο έχει κατασκευάσει ένα σύμπτωμα που γλιστρά, που παρεκκλίνει, η περίπτωση δεν προσφέρεται για καθαρή έκλυση»[6].

Στο κείμενο «Επιστρέφοντας στην κανονικόμορφη ψύχωση» μάς εξηγεί ότι υπάρχουν ψυχώσεις που δεν εκλύονται. Διευκρινίζει, ότι «Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ψυχώσεις που μπορούν να εκλυθούν και σε αυτές που δεν μπορούν»[7]. Και αυτό είναι το επιπλέον βήμα που μας προσκαλεί να κατανοήσουμε. Δηλαδή, «το επιπλέον βήμα είναι να καταλάβουμε ότι ορισμένες ψυχώσεις δεν οδηγούν στην έκλυση: ψυχώσεις με κάποια διατάραξη στον πιο ενδόμυχο αρμό, που εξελίσσονται αθόρυβα, χωρίς εκρήξεις αλλά με ένα χάσμα, μία παρέκκλιση ή μία αποσύνδεση που διαιωνίζεται»[8].

Το ερώτημα που τίθεται εφεξής είναι τί θα αποτρέψει την έκλυση μιας ψύχωσης.

Αν, κατά τον Φρόυντ, στην ψύχωση το εγώ αποκόπτεται από την πραγματικότητα σε ένα πρώτο χρόνο, για να δημιουργήσει το παραλήρημα ως νέα πραγματικότητα σε ένα δεύτερο χρόνο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η αναπλήρωση που θα επέτρεπε σε μία ψύχωση να μην εκλυθεί εγκαθίσταται από τον πρώτο χρόνο.

Ο Αλεξάντερ Στίβενς υποστηρίζει ότι «αν το παραλήρημα ισοδυναμεί με την επιδιόρθωση που γίνεται στον δεύτερο χρόνο, μετά τα καταστροφικά αποτελέσματα που παράγει η έκλυση, πρέπει, αντίθετα, να τοποθετήσουμε την αναπλήρωση, ως επιδιόρθωση που γίνεται στον πρώτο χρόνο»[9]. Αν η αναπλήρωση είναι μία επιδιόρθωση που επιτελείται στον πρώτο χρόνο, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί σε ορισμένες ψυχώσεις δεν υπάρχουν φαινόμενα επιστροφής του πραγματικού και καθαυτή έκλυση.

Η Αν Λιζί υποστηρίζει ότι οι αναπληρώσεις που εμποδίζουν την έκλυση ενέχουν ένα σύμπτωμα από την πλευρά του γράμματος, δηλαδή ένα σύμπτωμα «που συμπυκνώνει την απόλαυση σε ένα S1 εκτός αλυσίδας, που έχει, λοιπόν, όψη πραγματική, μη διαλεκτική»[10]. Αυτό το στοιχείο συναντά και την άποψη του Ζαν-Κλοντ Μαλεβάλ, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι πιο στέρεες φαντασιακές ταυτίσεις κατέχουν δύο επιπλέον χαρακτηριστικά: είναι φορείς του ιδανικού και συνδέονται με το πραγματικό. Φαίνεται ότι η σύνδεση είτε του συμπτώματος είτε της φαντασιακής ταύτισης με το πραγματικό είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή της έκλυσης.

Ωστόσο η επινόηση κάποιου άγκιστρου παραμένει ζωτικής σημασίας και σε μια εκδηλωμένη ψύχωση αφού θα σταθεροποιήσει το υποκείμενο και θα του επιτρέψει αφενός να συγκρατήσει μαζί το πραγματικό το συμβολικό και το φαντασιακό και αφετέρου να αποτρέψει ενδεχομένως κάποια νέα έκλυση. Είναι μέρος της κατάρτισης του αναλυτή να υποστηρίζει αυτές τις επινοήσεις και να προτρέπει το υποκείμενο να μάθει να τα βγάζει πέρα.

Ο κεντρικός άξονας της βορρόμειας κλινικής, που θέτει σε πρώτο πλάνο τους τρόπους δεσίματος, καταδεικνύει ότι η ψυχανάλυση δεν είναι η κλινική που ταξινομεί τα φαινόμενα, είναι μία πρακτική που αναδεικνύει την ενικότητα του υποκειμένου. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει ως ψυχαναλυτές είναι ο τρόπος απόλαυσης, οι αναπληρώσεις στην τρύπα και οι άμυνες που αναπτύσσει το υποκείμενο απέναντι στο πραγματικό, και όχι η ταξινομητική κλινική, που δεν μας λέει τίποτε για την ιδιαιτερότητα της επινόησης κάθε υποκειμένου, νευρωτικού ή ψυχωτικού.

 


[1] Jacques-Alain Miller, «L’invention psychotique» (1999), Quarto, Revue de psychanalyse, no 80/81, 2004, version cd-rom, Eurl-Huysmans, Editions de l’ECF, Παρίσι 2007, σ. 6.

[2] Jacques-Alain Miller, Choses de finesse en psychanalyse (2008-2009), παράδοσηστοπλαίσιοτουτμήματοςψυχανάλυσηςτουΠανεπιστημίου Paris VIII, ανέκδοταμαθήματα, μάθημα 12ηςΝοεμβρίου 2008.

[3]Jacques Lacan, Le séminaire Livre XXIII, Le sinthome, Paris, Seuil, 2005, σ. 94.

[4]Jacques-AlainMiller, Donc (1993-1994), παράδοση στο πλαίσιο του τμήματος ψυχανάλυσης του Πανεπιστημίου ParisVIII, ανέκδοτα μαθήματα, μάθημα 2ας Μαρτίου 1994.

[5]Anne Lysy-Stevens, «Ce qu’on appelle des psychoses “non déclenchés”», Les feuillets du courtil, Publication du Champ freudien en Belgique, no 12, 1996, σ. 108.

[6] Jacques-Alain Miller, «Psychoses chêne et roseau», στο Collectif, La psychose ordinaire, σ. 276.

[7] Jacques-Alain Miller, «Effet retour sur la psychose ordinaire» (2008), Quarto, no 94/95, σ. 48· σ. 73 στηνελλ. έκδ.

[8] Αυτόθι· σ. 75 στην ελλ. έκδ.

[9] Alexandre Stevens, «Délire et suppléance», Quarto, Revue de psychanalyse, no 42, 1990, version cd-rom, Eurl-Huysmans, Editions de l’ECF, Παρίσι 2007, σ. 18.

[10]Anne Lysy-Stevens, «Ce qu’on appelle des psychoses “non déclenchés”», ο.π., σ. 108.